- ναρκοανάλυση
- Μέθοδος ψυχοθεραπείας, η οποία, με τη χορήγηση υπνωτικών σε κατάλληλες δόσεις, τείνει να διευκολύνει την ψυχανάλυση του ασθενούς και την απελευθέρωση από το υποσυνείδητο του αναμνήσεων σημαντικού συναισθηματικού φορτίου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως βαρβιτουρικά παράγωγα ταχείας και βραχείας δράσης· η ψυχανάλυση γίνεται κατά το προϋπνωτικό στάδιο (κυρίως ν.) ή κατά το στάδιο της ανάληψης (ναρκοεξέταση)· στο προϋπνωτικό στάδιο ο ασθενής ενθαρρύνεται προφορικά να ξαναζήσει το γεγονός που του προκάλεσε το ψυχικό τραύμα (ναρκοεξέταση).
* * *η(ψυχιατρ.) μέθοδος διερεύνησης και ανάλυσης τού υποσυνειδήτου και τού ασυνειδήτου με ένεση ναρκωτικού η οποία προκαλεί μείωση ελέγχου τής συνείδησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. narcoanalysis < narco- (< νάρκη) + analysis (< ανάλυση)].
Dictionary of Greek. 2013.